- πολυτρίπους
- -ποδος, ὁ, ἡ, Ααυτός που έχει πολλούς τρίποδες.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + τρίπους].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολυτρίποδος — πολυτρίπους abounding in tripods masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… … Dictionary of Greek